- ακουάριο(ν)
- το аквариум
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακουάριο — το (λ. λατιν.), ενυδρείο: Στη Ρόδο υπάρχει ακουάριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουάριο — το διεθνής ονομασία τού ενυδρείου*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < λατ. aquarium «δεξαμενή πόσιμου νερού», πιθ. με μεσολάβηση τού ιταλ. acquario] … Dictionary of Greek
ενυδρείο — το δεξαμενή, δοχείο κτλ., όπου συντηρούνται υδρόβια ζώα και φυτά των γλυκών ή αλμυρών νερών, το ακουάριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)